- δαλτωνισμός
- ο дальтонизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
δαλτωνισμός — ο ιατρ. ανωμαλία τών ματιών κατά την οποία ο ασθενής δεν μπορεί να διακρίνει σωστά τα χρώματα και μάλιστα το κόκκινο από το πράσινο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. daltonism < γαλλ. daltonisme < Dalton (John), όνομα… … Dictionary of Greek